προσομοιώνω

προσομοιώνω
[-ώ (ο)] μετ. делать похожим (на кого-что-либо), уподоблять (кому-чему-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προσομοιώνω" в других словарях:

  • προσομοιώνω — προσομοιῶ, όω, ΝΜΑ [προσόμοιος] (μτβ.) αποδίδω σε κάποιον ή σε κάτι σχετική ομοιότητα με άλλον ή με κάτι άλλο, παρομοιάζω αρχ. (αμτβ.) 1. είμαι προσόμοιος, προσομοιάζω 2. παριστάνω στην τέχνη …   Dictionary of Greek

  • προσομοίωση — η, Ν 1. η ενέργεια τού προσομοιώνω 2. (βιολ οικον. στρ. τεχνολ.) αναπαράσταση τής συμπεριφοράς μιας φυσικής, βιομηχανικής, βιολογικής, οικονομικής ή στρατιωτικής διεργασίας μέσω υλικού υποδείγματος, τού οποίου οι παράμετροι και οι μεταβλητές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»